- βαθυκλεής
- βᾰθῠ-κλεής, ές,A = βαθύδοξος, AP9.575 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθυκλεές — βαθυκλεής masc/fem voc sg βαθυκλεής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαθυκλεῖ — Βαθυκλέης masc dat sg (attic epic doric ionic) Βαθυκλεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαθυκλῆς — Βαθυκλέης masc nom sg Βαθυκλεύς masc nom pl Βαθυκλεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαθυκλέους — Βαθυκλέης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
Βαθυκλέα — Βαθυκλέᾱ , Βαθυκλέης masc acc sg (attic) Βαθυκλέᾱ , Βαθυκλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)